Τι να κάνουμε;

 
Οι μύθοι με τους οποίους οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ευρώπης προσπάθησαν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη σχετικά με τα αίτια της τρέχουσας κρίσης καταρρέουν ένας ένας.
 
Η κατάρρευση της Ιρλανδίας διαψεύδει κατηγορηματικά την προ εξαμήνου μόλις κυρίαρχη εικόνα ότι το ελληνικό χρέος αποτελεί μια ιδιαιτερότητα που απορρέει από τη μεσογειακή τεμπελιά και το σπάταλο κράτος.
Το αβάσταχτο του κόστους της διάσωσης των τραπεζών μέσω δημόσιας χρηματοδότησης, η καθίζηση των κρατικών εσόδων λόγω της ύφεσης και της φοροαπαλλαγής του κεφαλαίου είναι πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
Αλλά αυτό που καταρρέει έχει και μια βαθύτερη διάσταση: Είναι το μοντέλο ανάπτυξης που επέβαλε η ένταξη των χωρών της περιφέρειας (ευρωπαϊκός Νότος και Ιρλανδία) στην ευρωζώνη.
Η απώλεια ανταγωνιστικότητας οδήγησε σε αυξανόμενα ελλείμματα και στήριξη της ανάπτυξης αυτών των χωρών σε «φούσκες» (οικοδομή, κατασκευές, εσωτερική κατανάλωση), καθώς και στη διόγκωση του τραπεζικού τομέα και του δανεισμού, που είναι πρώτα και κύρια ιδιωτικός. Να λοιπόν γιατί, παρά τον διεθνή χαρακτήρα της κρίσης που ξέσπασε προ διετίας, οι χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης έχουν γονατίσει, τη στιγμή που η Γερμανία και οι χώρες του κέντρου ανακτούν θετικούς, έστω και πενιχρούς, ρυθμούς ανάπτυξης.
 
 
Που οφείλεται η πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και γιατί δεν έρχεται ανάπτυξη;
 
Το πρόβλημα της ανάπτυξης έχει να κάνει με την πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία οφείλεται στο μακροχρόνιο πάγωμα των μισθών στις χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης και κυρίως στη Γερμανία.
Την προηγούμενη δεκαετία η πτώση της ανταγωνιστικότητας δεν έγινε άμεσα αισθητή λόγω του φθηνού δανεισμού από το εξωτερικό, αλλά και της γιγάντωσης των εγχώριων τραπεζών. Φτιάχτηκε μια πλασματική εικόνα ευημερίας στηριγμένης στην υψηλή κατανάλωση. Η κρίση του 2007-9 αποκάλυψε όμως την πραγματική αδυναμία του ελληνικού κεφαλαίου.
Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η βελτίωσή της εξαρτάται από το πως θα κινηθούν οι μισθοί αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας. Δυστυχώς το Μνημόνιο έχει επιβάλλει πολιτική που είναι βαθειά προβληματική στα θέματα αυτά και δεν ευνοεί την ανάπτυξη.
 
Από τη μιά, επιφέρει μείωση μισθών. Προσπαθεί δηλαδή να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα με τον βαρβαρότερο τρόπο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι λιτότητα έχει επιβάλλει και η υπόλοιπη Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Άρα και οι ευρωπαϊκοί μισθοί πιέζονται προς τα κάτω. Δεν υπάρχει λοιπόν προοπτική ουσιαστικής βελτίωσης της ελληνικής θέσης, παρά το τεράστιο κόστος για τους εργαζόμενους.
 
Από την άλλη, επιχειρεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα μέσω της απελευθέρωσης των αγορών και της συρρίκνωσης του κράτους. Πρόκειται για τις πλέον συντηρητικές ιδέες στην οικονομική θεωρία, οι οποίες έχουν δυστυχώς επανακάμψει πρόσφατα. Ακούγεται όλο και πιο έντονα η άποψη ότι για να βγουν οι οικονομίες από την κρίση θα πρέπει να συρρικνωθεί το δημόσιο, ανοίγοντας το δρόμο για τη μεγέθυνση του ιδιωτικού τομέα.
Πρωταγωνιστής είναι ο Αλμπέρτο Αλεσίνα, καθηγητής του Χάρβαρντ, γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες αναλύσεις του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ έχει τηρήσει κριτική στάση απέναντι στις θέσεις του Αλεσίνα. Η ΕΕ είναι πολύ πιο σκληρή από το ΔΝΤ στο θέμα αυτό και πιέζει αφόρητα την Ελλάδα.Η κυβέρνηση ήδη προχωρεί σε τέτοια μέτρα με τις περικοπές δαπανών, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και τις εξαγγελίες για τις ΔΕΚΟ.

Πρόκειται για τραγική επιλογή που δεν πρόκειται να φέρει ανάπτυξη. Απεναντίας, η απότομη σμίκρυνση του κράτους και το ξαφνικό άνοιγμα των μεταφορών, των φαρμακείων, κλπ, πιθανόν να συμπαρασύρει προς τα κάτω και τον ιδιωτικό τομέα. Πλήθος ιδιωτικών επιχειρήσεων στηρίζονται στην κρατική ζήτηση και θα χτυπηθούν αν αυτή μειωθεί. Το ξαφνικό άνοιγμα των επαγγελμάτων μέσα σε συνθήκες ύφεσης θα μεγαλώσει την ανασφάλεια. Όσο αυξάνεται η ανεργία και χειροτερεύουν οι τραπεζικές πιστώσεις, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα για τις επενδύσεις. Υπάρχει κίνδυνος να λιμνάσει η ελληνική οικονομία για χρόνια”.
Η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη είναι σφάλμα ιστορικών διαστάσεων που τη συνθλίβει. Η Ευρωζώνη παρουσιάστηκε ως απάνεμο λιμάνι και πεδίο σύγκλισης με τον πλούσιο βορρά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μηχανισμό δημιουργίας πλεονασμάτων για το κέντρο - ιδίως για την Γερμανία - και ελλειμμάτων για την περιφέρεια.
Η Ελλάδα υποφέρει από την πολύ υψηλή ισοτιμία με την οποία μπήκε στο σύστημα. Πιέζεται ακόμη από την απώλεια νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, από τα δεσμά του Συμφώνου Σταθερότητας και από τις δομικές πιέσεις στην αγορά εργασίας. Δεν αποφεύχθηκαν οι βαθύτατες κρίσεις, ενώ η ΕΕ μας δάνεισε με εξαιρετικά επαχθείς όρους και μόνον όταν υπήρξε μεγάλος κίνδυνος για τις τράπεζες του κέντρου από μια πιθανή ελληνική χρεοκοπία.
 
Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους, αν είναι έτσι τα πράγματα;
Το χρέος που έχει πλέον συσσωρεύσει η Ελλάδα αποκλείεται να αποπληρωθεί αυτοδύναμα, ότι κι αν λέει ο κ. Παπανδρέου. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα με ποσοστά χρέους που θα φτάσουν ίσως στο 170%-180% του ΑΕΠ στο άμεσο μέλλον, και με τις προοπτικές ανάπτυξης που έχει επιβάλλει η Ευρωζώνη, να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές. Το πρώτο βήμα για την ουσιαστική αντιμετώπιση του χρέους θα πρέπει λοιπόν να είναι η ευθεία παραγραφή του.
Εμμέσως πλην σαφώς και η ίδια η κυβέρνηση το αποδέχεται, δεδομένου ότι συχνά αναφέρεται στην αναδιάρθρωση. Η αναδιάρθρωση όμως του χρέους δεν αποτελεί πανάκεια από μόνη της. Εξαρτάται από το πως θα γίνει και κυρίως από το αν θα υπάρξει πρωτοβουλία από πλευράς του δανειζόμενου, με διαφάνεια και συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων.
Η επιμήκυνση την οποία συζητάει η κυβέρνηση είναι ένα ακόμη παράδειγμα εσφαλμένης πολιτικής που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι της κοινωνίας. Δεν θα ελαττώσει ουσιαστικά το βάρος του χρέους, ενώ θα επιτρέψει σε διάφορους τραπεζικούς μεσολαβητές να πραγματοποιήσουν μεγάλα κέρδη. Υπάρχει ακόμη κίνδυνος να μεταβάλλει το νομικό καθεστώς του χρέους, που έχει συναφθεί υπό το ελληνικό δίκαιο κατά 90%. Αν το χρέος τεθεί υπό το αγγλικό ή το αμερικανικό δίκαιο, κερδισμένοι θα βρεθούν οι δανειστές διότι το νομικό πλαίσιο θα μεροληπτεί υπέρ αυτών. Κάτι τέτοιο θα κάνει μια μελλοντική παραγραφή του χρέους πολύ πιο δύσκολη.
 
Τι πρέπει τότε να γίνει για να αντιμετωπιστεί το χρέος;
Θα χρειαστεί, πρώτον, η χώρα να προχωρήσει σε μονομερή παύση πληρωμών ώστε να αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Θα πρέπει κατόπιν να υπάρξει πλήρης διαφάνεια, δηλαδή να ανοίξουν τα αρχεία τους το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδας ώστε να δει η κοινωνία τι πραγματικά συμβαίνει με το χρέος. Ποιό μέρος είναι απεχθές, ποιό παράνομο, ποιό παράτυπο; Ποιός έχει ευθύνες για θέματα όπως οι άκρως προβληματικές σχέσεις του δημοσίου με τράπεζες όπως η Γκόλντμαν Σακς τη δεκαετία που μας πέρασε; Θα πρέπει οι εργατικές οργανώσεις και η κοινωνία των πολιτών να λάβουν άμεση γνώση για να δούμε γρήγορα τι δεν πρόκειται να αποπληρωθεί.
Σε αυτή τη βάση, θα πρέπει η Ελλάδα να προχωρήσει σε συνολική αναδιαπραγμάτευση, υπό την ελληνική νομοθεσία, με την προοπτική να υπάρξει ουσιαστικό ‘κούρεμα’ των τραπεζών που κατέχουν το μεγάλο μέρος του χρέους. Αν κρίνουμε από την πρόσφατη εμπειρία άλλων χωρών, το ‘κούρεμα΄ δύσκολα θα είναι μικρότερο του 50%-60%. Θα εξαρτηθεί βέβαια από το τι θα δείξουν τα βιβλία, αλλά η επιδίωξη θα πρέπει να είναι η ταχύτερη δυνατόν συμφωνία με τις τράπεζες-δανειστές.
Όσο περισσότερο καθυστερεί η Ελλάδα, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται το πρόβλημα. Αφενός, ο όγκος του χρέους θα μπαίνει σταδιακά κάτω από ξένη νομοθεσία δεδομένου ότι η χώρα θα συνεχίσει να παίρνει τα καταστροφικά δάνεια του Μνημονίου τα οποία προφανώς δεν εμπίπτουν στο ελληνικό δίκαιο. Αφετέρου, οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες θα βελτιώνουν σταδιακά τη θέση τους και άρα θα γίνουν πολύ σκληρότεροι διαπραγματευτές.
Η μονομερής παύση πληρωμών θα κάνει βέβαια την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές πολύ δύσκολη. Η Ελλάδα όμως είναι ήδη αποκλεισμένη από τις αγορές και δεν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική αυτοδύναμης επιστροφής, παρά τις μονίμως αισιόδοξες διαβεβαιώσεις του κ. Παπακωνσταντίνου. Η χώρα θα μπορέσει να επιστρέψει αυτοδύναμα μόνο όταν τακτοποιήσει τα του οίκου της. Αυτό σημαίνει ουσιαστική παραγραφή του χρέους, πράγμα που μεσοπρόθεσμα θα το δεχτούν οι αγορές γιατί η μνήμη τους είναι βραχεία.
Και επειδή πολλά λέγονται για τις καταστροφικές συνέπειες της πάυσης πληρωμών ως προς τη διεθνή θέση της Ελλάδας, η Αργεντινή, παρότι ‘κούρεψε’ τους πιστωτές της βαθειά και μονομερώς, έγινε μέλος του G20.
 
Ανάκαμψη μόνο με αναδιανομή εισοδήματος. Και από πού θα βρεθούν οι πόροι;
 
Πρόκειται για μια ρεαλιστική στρατηγική καθώς είναι δυνατόν να βρεθούν πόροι από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, αλλά και από την περαιτέρω αναδιανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας των υψηλότερων εισοδημάτων
 

O Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιο­μηχανιών υιοθετεί την εκτίμηση ό­τι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα φθάνει τα 30 δισ. ετησίως. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναφέρει ότι «η πλήρης σύλληψη της φοροδιαφυγής θα απέδι­δε ένα ποσό που θα κυμαινόταν μεταξύ 13 και 35 δισ. ευρώ». Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυ­ξης έχει εκτιμήσει ότι το ποσοστό εί­σπραξης του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι 52%. της είσπραξης των ερ­γοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών εί­ναι 53% και της φορολογίας των επι­χειρήσεων μόλις 9%. Επίσης πρόσφα­τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν ότι, με βάση τα αποτε­λέσματα της έρευνας εισοδήματος, η φορολογία εισοδήματος φυσικών προ­σώπων (αυτοαπασχολούμενοι) θα έ­πρεπε να αποδίδει γύρω στα 4 δισ. ευ­ρώ παραπάνω από τις σημερινές ει­σπράξεις. Αντίθετα, ο προϋπολογισμός για το 2011 προβλέπει μειώσεις τόσο των φόρων εισοδήματος φυσικών προ­σώπων (αυτοαπασχολούμενοι) όσο και των φόρων εισοδήματος νομικών προ­σώπων σε σχέση με τις προβλέψεις για το 2010, αλλά και των εισπράξεων έμ­μεσων φόρων.

 

Σήμερα οι πολιτικές μείωσης των μισθών και μείωση της φορολογίας των κερδών, απλώς επιτρέπουν σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις να επιβιώσουν παρά τη συνεχιζόμενη ύφεση, χωρίς όμως να αποφεύγονται τα λουκέτα και η συρρίκνωση της δραστηριότητας μικρομεσαίων.

 

 

 

Από άρθρα των Κ. Λαπαβίτσα, Σάββα Ρομπόλη, Σ. Κουβελάκη