Η μαγική εικόνα της κρίσης


Η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά και οι κρατικοί αξιωματούχοι της ιδεολογίας των μονόδρομων δεν κουράζονται να μιλάνε για την κρίση, που μάλιστα προέκυψε από τις «κλοπές», τη «διασπάθιση του δημόσιου χρήματος», τη διόγκωση των κρατικών δαπανών, τις «χαριστικές» πελατειακές προσλήψεις στο Δημόσιο, τη σπατάλη και τη διαφθορά. Όλα φαινόμενα της τελευταίας πενταετίας, χωρίς φυσικά προηγούμενο στη «χρυσή οκταετία» Σημίτη της «ισχυρής Ελλάδας». Μόνο που κατά κακή τους τύχη, το πρόσφατο έλλειμμα που πυροδότησε τη δημοσιονομική κρίση προέκυψε κατά 20% από αύξηση στις δαπάνες [από 45% σε ~48% του ΑΕΠ] και κατά 80% από την (εξαιρετικά μεθοδευμένη) «υστέρηση» των εσόδων [από 42% σε ~34%], δηλαδή τη συστηματική φοροαπαλλαγή ευρύτατων μερίδων του κεφαλαίου (και όχι μόνο ή αποκλειστικά του «μεγάλου» κατά την προσφιλή αριστερή διατύπωση).





Ας θυμηθούμε ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 50% περίπου μέσα στην τελευταία δεκαετία πριν την κρίση, χωρίς να συνυπολογίζονται δυο αυξητικές αναθεωρήσεις του στην τελευταία 15ετία, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος διογκώθηκε – κυρίως με μείωση των δημοσίων εσόδων – παραμένοντας με «μαγικό» τρόπο σε τάξη μεγέθους ΑΕΠ! Γιατί τα κυρίαρχα «οικονομικά της προσφοράς» (νεοφιλελευθερισμό τον είπαν κάποιοι) της «ισχυρής Ελλάδας» έχουν ως σημαία τη με κάθε τρόπο μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου: με την ενίσχυση της συσσώρευσης που μπορεί να λάβει τη μορφή τόνωσης της απόλυτης υπεραξίας (απόλυτη υποχώρηση της μερίδας των μισθών στο κοινωνικό προϊόν), της σχετικής υπεραξίας (σχετική μείωση της μερίδας των μισθών σε περιόδους τεχνολογικής αναβάθμισης) και των «δώρων» από την πλευρά του συλλογικού κεφαλαιοκράτη (φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές, κλπ.).
Αν κάποιος αμφισβητούσε τα παραπάνω στην περίοδο της «ανάπτυξης», ήρθε η κρίση για να εικονογραφήσει γλαφυρά την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις χρόνων. Και πρώτα απ’ όλα για να υποδείξει ανάγλυφα ότι η αναφορά στην κρίση συγκαλύπτει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία αλλά τρεις κρίσεις, καθεμιά με τη δική της αυτονομία.

Η κρίση του κεφαλαίου που εμφανίζεται με τη μείωση των κερδών, τη χρεοκοπία επιχειρήσεων, την υποαπασχόληση των παραγωγικών εγκαταστάσεων, κλπ.

Η κρίση των οικονομικών του κράτους που εμφανίζεται μέσω των αυξανόμενων ελλειμμάτων και του χρέους.

Η κρίση της εργασίας που λαμβάνει τη μορφή της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης των μισθών, της επισφάλειας και της απώλειας εργασιακών δικαιωμάτων.

Και όλα αυτά δεν εμφανίζονται σε παραθετική μορφή οντοτήτων που απλά συνυπάρχουν, αλλά σε ιεραρχική δομημένη σχέση αντιφατικής ενότητας, με την κίνηση του ενός να εξαρτάται απόλυτα από τη δυναμική των άλλων υπό την ηγεμονία του κυρίαρχου συσχετισμού δυνάμεων:η κρίση του κεφαλαίου επιδιώκει την ανάκαμψη σε βάρος της κρίσης της εργασίας με μοχλό την κρίση των οικονομικών του κράτους.




Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση, διότι η ίδια η συνάρθρωση των κρίσεων φέρει τη σφραγίδα του ταξικού συσχετισμού δύναμης, την ενίσχυση του οποίου άλλωστε επιχειρεί και η όποια προσπάθεια διεξόδου. Για το κεφάλαιο υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και με τη μορφή του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, του δημόσιου χρέους, των ελλειμμάτων, κλπ., ενώ για τον τρίτο, κοινωνικά αδύναμο πόλο, την εργασία, υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων, της συνολικής αναπαραγωγής της εργασίας.

Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η συντονισμένη προσπάθεια του κεφαλαίου με τη διαμεσολάβηση της κρατικής διαχείρισης και με όπλο την κρίση των δημόσιων οικονομικών, να μετατραπεί η κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας: μέσα από τη μείωση των μισθών και με την κατάργηση τα όποιων αναιμικών εργασιακών δικαιωμάτων έχουν απομείνει, να ξεκινήσει ο νέος κύκλος υπεραξίωσης του κεφαλαίου με ευνοϊκές προϋποθέσεις. Ζούμε ιστορικό flashback μιας νέας πρωταρχικής συσσώρευσης.