Γιατί η εργασία μας αρρωσταίνει;

Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, Σαρλ Πεγκί, γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα, διηγιόταν συχνά μια ιστορία: «Κατά τη διάρκεια μιας πορείας του για να προσκυνήσει στη Σαρτρ, συνάντησε στον δρόμο του έναν κατάκοπο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες.

Πλησιάζει και τον ρωτάει: "Τι κάνεις, εδώ πέρα;" "Μα δεν βλέπεις; Σπάω πέτρες. Είναι σκληρή δουλειά, με πονάει η πλάτη μου, διψάω, σκάω από τη ζέστη". Συνεχίζει πιο κάτω και βλέπει έναν άλλον που σπάει κι αυτός πέτρες, αλλά δείχνει πιο ευδιάθετος. "Τι κάνεις εσύ εδώ;", τον ρωτά. "Βγάζω μεροκάματο. Σπάω πέτρες, δεν βρήκα καλύτερη δουλειά ακόμη, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί με αυτήν μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου". Συνεχίζει τον δρόμο του ο Πεγκί και συναντά έναν τρίτο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες και το πρόσωπό του έλαμπε: "Τι κάνεις εδώ;", ρωτά και πάλι ο Πεγκί. "Εγώ, κύριέ μου", του απαντάει ο άνθρωπος "χτίζω, έναν καθεδρικό ναό". Η πράξη είναι η ίδια, αλλά το νόημα που της αποδίδεται είναι εντελώς διαφορετικό, πηγάζει από την προσωπική μας ιστορία και από το κοινωνικό μας περιβάλλον. Οταν έχουμε κατά νου να χτίσουμε έναν καθεδρικό ναό, δεν σπάμε πέτρες με τον ίδιο τρόπο».



Αυτή η ιστορία του Πεγκί μπορεί να κάνει τον σημερινό άνθρωπο να σκεφτεί τη δουλειά του με άλλον τρόπο; Μπορεί να δουλεύει σε μια ανιαρή, καταπιεστική, επισφαλή εργασία και να σκέπτεται ότι χτίζει καθεδρικούς ναούς;

Σε μια εποχή όπου όσοι έχουν μια δουλειά θεωρούνται τυχεροί, πώς εξηγείται όλη αυτή η δυσαρέσκεια στους χώρους εργασίας, η οποία ενίοτε οδηγεί κάποιους ανθρώπους στην αυτοχειρία; Πόσο μπορεί να υποφέρει κάποιος στη δουλειά του ώστε να φτάσει σε μια τόσο ακραία πράξη;


Το θέμα των αυτοκτονιών στον χώρο εργασίας, έβγαλε στην επιφάνεια αδιέξοδα που μελετούν κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι, τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι κυβερνήσεις.

Παλιά και για πολλά χρόνια, η εργασία βρισκόταν στο επίκεντρο των σχεδίων της κοινωνίας. Οι διαφωνίες εντοπίζονταν ως προς τη διανομή των προϊόντων της, όχι ως προς την αναγκαιότητά της, όμως κάποια στιγμή η κατάσταση άλλαξε. Η εργασία απαξιώθηκε μεταξύ επιδόσεων και αλλοτρίωσης. Ο άνθρωπος ως απλό γρανάζι της παραγωγής κυριεύθηκε από άγχος. Η εργασία αρρωσταίνει τον άνθρωπο γιατί η ίδια η εργασία είναι άρρωστη. Το παράδοξο είναι πως ο εργαζόμενος τρέμει στην ιδέα να χάσει αυτό που δεν θέλει να υφίσταται. Η εργασία -ισχυρίζονται πολλοί- δεν υπήρξε ποτέ απόλαυση. Ο άνθρωπος έπρεπε πάντα να κερδίζει τη ζωή του με τον ιδρώτα του.

Η απελευθέρωση από την εργασία είναι ο μόνιμος στόχος όλων των προοδευτικών. Για καιρό πιστέψαμε πως με την τεχνολογία οι πιο βαριές, σκληρές δουλειές θα γίνονταν πια από τα μηχανήματα. Απογοητευτήκαμε, όμως. Η κατάσταση επιδεινώνεται και σίγουρα δεν ευθύνεται η τεχνολογία γι’ αυτό αλλά η λανθασμένη αξιοποίησή της. Οι νέοι σήμερα έχουν την πεποίθηση πως επαγγελματικά θα ζήσουν πολύ χειρότερα από ό,τι οι γονείς τους. Η δομική εμφάνιση της μαζικής ανεργίας, ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας τροφοδοτούν την κοινωνική απελπισία, ενώ η παγκοσμιοποίηση τρέφεται από αυτή τη διαρκή απειλή του αποκλεισμού. Οι εργαζόμενοι δεν ανέχονται πλέον αυτήν την επισφαλή κατάσταση.

Τι να κάνουν, όμως; Να υπομείνουν τη δυστυχία αυτής της κοινωνίας «των εργαζομένων χωρίς εργασία», ; Με ποιον τρόπο μπορούν να υφάνουν και πάλι την αλληλεγγύη που για πολλούς αιώνες υπήρξε ο καλύτερος κινητήρας για μια πιο δίκαιη κοινωνία;

Σίγουρα όμως, όχι μέσα από την προσωπική και μοναχική αντιπαράθεση ή συμβιβασμό με την κυρίαρχη κατάσταση, καθώς τα αποτελέσματά αυτής της συμπεριφοράς δε θα επιφέρουν στην καλύτερη των περιπτώσεων την ριζική αλλαγή που απαιτείται για την καθολική ευημερία όλων μας και όχι των λίγων.