Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, που υλοποιεί τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Μνημονίου ΙΙ για τα εργασιακά, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, βάζουν στο στόχαστρο και εξοβελίζουν όλες εκείνες τις ρυθμίσεις που επί σειρά δεκαετιών καθόριζαν τις εργασιακές σχέσεις και τις αμοιβές μας. Απορυθμίζουν συνολικά το ισχύον πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τη νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ουσιαστικά ειρωνεύεται και εμπαίζει ολόκληρη την κοινωνία όταν επικαλείται τη ρύθμιση «συγκεκριμένων εργασιακών θεμάτων», τη στιγμή που αποφασίζει την απόλυτη απορρύθμιση και πριμοδότηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Διαμορφώνει συνθήκες εργασίας μεσοπολέμου, αφαιρώντας βίαια κάθε δικαίωμα και νομική προστασία για τους εργαζόμενους ενώ παράλληλα εκχωρεί όλα τα δικαιώματα στην άσκηση ενός «θεοποιημένου» διευθυντικού δικαιώματος.
Η κυβέρνηση εκπροσώπησης των λίγων και των οικονομικά ισχυρών, στην εναγώνια και συνειδητή προσπάθειά της να επιδείξει πειθαρχία και απόλυτη υποταγή στην τρόικα και στους δανειστές, υπερβαίνει αυθαίρετα ακόμα και αυτή την «εξουσιοδότηση» που έχει από το κείμενο – πλαίσιο του Μνημονίου II, όπως αυτό έχει ψηφιστεί από τη Βουλή. Πλήττει ασύμμετρα, δυσανάλογα και με συνέπειες διαρκείας ήδη συμφωνημένα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Με υπουργικές αποφάσεις και διευκρινιστικές εγκυκλίους, προεκτείνει αυθαίρετα ακόμα και τα πρωτοφανή, για ευρωπαϊκή χώρα, αντεργατικά «θέσφατα» του Μνημονίου ΙΙ.
Ενταφιάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, καταργεί το Σύνταγμα και τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, παραβιάζει κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα δεκαετιών.
Δημιουργεί συνθήκες δουλείας και υποταγής.
Διαμορφώνει για τις δυνάμεις του κεφαλαίου ένα περιβάλλον κερδοσκοπικής ασυδοσίας, απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση, εκχωρώντας τους όλα τα δικαιώματα που σήμερα απαιτούν -ή που ενδεχομένως θα θυμηθούν να απαιτήσουν στο μέλλον!
Αυτή η γενικευμένη επίθεση στους εργαζόμενους, σε μια ήδη εγκλωβισμένη στην ύφεση και στην αφαίμαξη από τους δανειστές οικονομία, ενόσο το κόστος διαβίωσης και οι φόροι αυξάνουν άνισα και συνεχώς, όχι μόνο δεν θα τονώσει την απασχόληση, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, αλλά απειλεί να καταστρέψει οτιδήποτε απέμεινε από την εγχώρια κατανάλωση και την αγορά, διαλύοντας παράλληλα τον κοινωνικό ιστό.
Η κυβέρνηση, ως αποδέκτης των εντολών της Τρόικα, και όσοι μαζί της σχεδιάζουν τη «βίαιη προσαρμογή» της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδα τριτοκοσμικής εξαθλίωσης, δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται –ή καλύτερα να νοιάζονται- για τις συνέπειες του δημοσιονομικού αυταρχισμού, της ανεξέλεγκτης «εσωτερικής υποτίμησης» και της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων.
‘Ομως, όλα αυτά οδηγούν τη χώρα σε κοινωνική εξαθλίωση και οικονομική νέκρωση, καταλύουν το Σύνταγμα, το κοινωνικό κράτος και θεμελιώδεις δημοκρατικούς θεσμούς, εξοστρακίζουν τα συνδικάτα και τους εργαζόμενους στο περιθώριο και αναγκάζουν τις νέες γενιές σε φτώχεια, ανεργία και μετανάστευση.
Παράλληλα, όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν συνθήκες κοινωνικής έκρηξης που είναι βέβαιο ότι θα εκδηλωθεί και θα επιβάλλει τις δικές της λύσεις. Λύσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν, ούτε και να ελεγχθούν.
Απέναντι σε αυτή την καταστροφική πολιτική που ενοχοποιεί τη μισθωτή εργασία και πλήττει ασύμμετρα το δικαίωμα στην εργασία, στην αμοιβή, στην αξιοπρέπεια, στην ίδια μας τη ζωή, καλούμαστε να πάρουμε θέση, να διαμορφώσουμε ρόλο και στάση.
Η υπευθυνότητα και η αποφασιστικότητα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της απάντησής μας.
Μιας απάντησης που αποτελεί το χρέος μας προς τις δυνάμεις της εργασίας σήμερα αλλά και προς τις επόμενες γενιές.
Μιας απάντησης καθαρής απόρριψης και σθεναρής αντίστασης και σ’ αυτή την πολιτική και στους φορείς της, που παραβιάζουν και καταργούν κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης.
Μιας απάντησης με σαφή δέσμευση όλων μας για ενότητα, αλληλεγγύη, συνεπή και συλλογική δράση για να πετύχουμε τους στόχους μας.
Ο αγώνας μας απέναντι σ’ αυτά τα μέτρα, που δεν είναι προσωρινά, πρέπει να είναι μόνιμος, συνεχής και σε κάθε επίπεδο: συνδικαλιστικό, πολιτικό, κοινωνικό και νομικό, με κάθε τρόπο και μέσο.
Δεν αρκεί η καταγγελία των αντικοινωνικών και εκδικητικών πολιτικών του Κράτους και των πολιτικών σχηματισμών που τις στηρίζουν.
Ούτε μας πρέπει ο φόβος, οι ατομικές αλλά αδιέξοδες «λύσεις» και η παθητική υποταγή στους σχεδιασμούς όσων επιβουλεύονται τη ζωή και το μέλλον μας.
Η αντίσταση είναι καθήκον – και αυτό το καθήκον γίνεται συνείδηση, αναπτύσσεται και επιβάλλεται με τη δύναμη που απαιτεί το δίκιο των πολλών απέναντι στον αυταρχισμό και την ασυδοσία των λίγων.
Των λίγων οικονομικά ισχυρών, που θέλουν να λεηλατήσουν τη ζωή μας για πολλές δεκαετίες.
Είναι θέμα ζωής, τιμής και αξιοπρέπειας, για όλους μας!